Φωτο: Οίκος Christie’s
Από δημοπρασία στη Νέα Υόρκη, ο διεθνής οίκος δημοπρασιών Christie’s απέσυρε τέσσερις αρχαιοελληνικούς αμφορείς που διαπιστώθηκε ότι συνδέονταν με τον Τζιαφράνκο Μπετσίνα.
Ο Τζιαφράνκο Μπετσίνα είναι ένας Ιταλός έμπορος αρχαιοτήτων που έχει καταδικαστεί το 2011 στην Ιταλία για παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων.
Ο δρ Χρήστος Τσιρογιάννης, συνεργαζόμενος λέκτορας Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και ειδικός σε δίκτυα παράνομης εμπορίας αρχαιοτήτων, μίλησε στον Guardian που δημοσίευσε και το αποκλειστικό αυτό θέμα, για το πώς ο διεθνής οίκος τελικά απέσυρε τις αρχαιότητες αυτές από την προγραμματισμένη δημοπρασία του.
Κριτική για τη διάθεση προϊόντων παράνομου εμπορίου
Ο ίδιος άσκησε κριτική στον οίκο Christie’s γιατί δεν είχε προηγουμένως αποκαλύψει ότι τα αντικείμενα αυτά που επρόκειτο στις 9 Απριλίου 2024, να βγουν σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη, στην πραγματικότητα συνδέονταν με τον καταδικασμένο για παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων, Τζιαφράνκο Μπετσίνα.
Στα επίμαχα αντικείμενα, περιλαμβάνεται ένα αττικό κύπελλο, διακοσμημένο με πολεμιστές και άλλες φιγούρες, εποχής μεταξύ 570 π.Χ. και 560 π.Χ. Υπολογίζεται ότι θα «έπιανε» στη δημοπρασία γύρω στα 15.000-20.000 δολάρια, ωστόσο τελικά φάνηκε να αποσύρεται ολοκληρωτικά από τη διαδικτυακή σελίδα του οίκου δημοπρασιών, ύστερα από τις αποκαλύψεις του δρ Χάρη Τσιρογιάννη για την προέλευσή του και τη σύνδεσή του με τον Μπετσίνα.
Τα τελευταία 18 χρόνια, ο δρ Χάρης Τσιρογιάννης έχει εντοπίσει και αναγνωρίσει πάνω από 1.700 κλεμμένες αρχαιότητες σε δημοπρασίες διεθνών οίκων, γκαλερί, μουσείων και ιδιωτικών συλλογών και στη συνέχεια προβαίνει σε ειδική ενημέρωση των αρμόδιων αστυνομικών αρχών και της Interpol.
Τι απαντά το Υπουργείο Πολιτισμού
Σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με τις αρχαιότητες στην ακυρωθείσα δημοπρασία του οίκου Christie’s, απάντησε με ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού, τονίζοντας πως δεν προκύπτει ότι τα αντικείμενα έχουν διακινηθεί παράνομα από την ελληνική επικράτεια.
«Σύμφωνα με την αρμόδια Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών δεν έχουν τεκμηριωθεί, στην εν λόγω δημοπρασία, αντικείμενα παρανόμως διακινηθέντα από την ελληνική επικράτεια», αναφέρει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση – απάντηση του υπουργείου Πολιτισμού.
Στην ανακοίνωσή του, το υπουργείο Πολιτισμού αναφέρει αναλυτικά:
«1. Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, μέσω του αρμοδίου Τμήματος ελέγχει με κάθε πρόσφορο τρόπο τη διεθνή αγορά τέχνης. Στο πλαίσιο αυτό προχώρησε στον έλεγχο και της συγκεκριμένης δημοπρασίας, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε από τον Οίκο.
2. Ο έλεγχος που έγινε από το αρμόδιο Τμήμα Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών (ΤΤΠΠΑ) δεν έδωσε στοιχεία που να τεκμηριώνουν την παράνομη διακίνηση, από τον σημερινό ελλαδικό χώρο, κάποιου από τα αντικείμενα αυτά.
3. Οι Οίκοι Δημοπρασιών, σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας των Art Dealers, όπως έχει διαμορφωθεί από την UNESCO, οφείλουν να δίνουν αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την προέλευση των αντικειμένων που δημοπρατούν.
4. Η ΔΤΠΠΑ αξιοποιεί κάθε πληροφορία σχετικά με την παράνομη διακίνηση ελληνικών αρχαιοτήτων που έρχεται σε γνώση της από κάθε πηγή.
5. Σύμφωνα με την αρμόδια ΔΤΠΠΑ δεν έχουν τεκμηριωθεί, στην εν λόγω δημοπρασία, αντικείμενα παρανόμως διακινηθέντα από την ελληνική επικράτεια».
Η Μενδώνη ήξερε αλλά αδιαφόρησε
“Παρέδωσα το αρχείο Μπεκίνα στο ΥΠΠΟ”
Από την επικοινωνία του documentonews.gr, μετά την είδηση της ακύρωσης της δημοπρασίας του οίκου Christie’s με τον έγκριτο δημοσιογράφο/ερευνητή και συγγραφέα Νικόλα Ζηργάνο, ο οποίος έχει αφιερώσει πολλά χρόνια της ζωής του στη διεθνή έρευνα για την αρχαιοκαπηλία, η σελίδα πληροφορήθηκε ότι το ΥΠΠΟ έχει στην κατοχή του χιλιάδες τεκμήρια του αρχείου Μπεκίνα. “Παρέδωσα ο ίδιος το ογκώδες υλικό στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και στο ΤΤΠΠΑ”, είπε. Πρόκειται για το υλικό που είχε φτάσει στα χέρια του από τις ιταλικές διωκτικές αρχές κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης έρευνάς του και των σχέσεων εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον ίδιο και το επιτελείο του Ιταλού εισαγγελέα Φέρι. Μάλιστα, όπως επεσήμανε, “τουλάχιστον μία από τις επίμαχες αρχαιότητες εμπεριέχεται στο αρχείο που έχω παραδώσει”.
Η αποκάλυψη αυτή οδηγεί σε νέα ερωτηματικά, τα οποία οι αρμόδιοι θα πρέπει επίσης να απαντήσουν: Ερεύνησαν καθόλου το αρχείο που έχουν στα χέρια τους ώστε να εντοπίσουν και να μπλοκάρουν τις ελληνικές αρχαιότητες που έβγαιναν στο σφυρί και είχαν δημοσιευθεί στον κατάλογο του οίκου; Κι αν δεν ερεύνησαν γιατί δεν το έκαναν; Είναι στη διακριτική τους ευχέρεια ή αποτελεί θεσμική υποχρέωση να διαφυλάσσουν με όποιο τρόπο μπορούν την πολιτιστική κληρονομιά μας, όπου κι αν αυτή βρίσκεται; Ιδίως όταν γίνεται αντικείμενο ανερυθρίαστης εκμετάλλευσης και ξεπλύματος με σκοπό το παράνομο κέρδος. Και όπως το έθεσε ευρύτερα ο κ. Ζηργάνος, του οποίου οι έρευνες έχουν βοηθήσει καθοριστικά τις ελληνικές διωκτικές και εισαγγελικές αρχές και το ΥΠΠΟ να επαναπατρίσει πολύτιμες λεηλατημένες αρχαιότητες από το Μουσείο Γκετί και από τη συλλογή της αμερικανίδας Σέλμπι Γουάιτ: “Είναι υποχρέωσή τους να προστατεύουν κάθε αμφισβητούμενη αρχαιότητα οποιασδήποτε προέλευσης ή εθνικότητας, εφόσον έχουν στα χέρια τους ισχυρές ενδείξεις ότι είναι προϊόν παράνομης διακίνησης”.
Πιάστηκαν στα πράσα
Τα επίμαχα αγγεία ανήκουν “στις καλύτερες ιδιωτικές συλλογές του είδους, που συγκεντρώθηκαν στα τέλη του 20ου με αρχές του 21ου αιώνα”, όπως χαρακτηρίζεται η συλλογή του Μάνφρεντ Ζίμερμαν από τον κατάλογο των πωλήσεων του οίκου Christie’s. Πρόκειται για τα εξής αντικείμενα: Λήκυθο ή βάζο με λάδι που απεικονίζει τον Θησέα του 500-490 π.Χ. εκτιμώμενης αξίας 20.000 έως 30.000 δολάρια. Αττικό κύπελλο με διάκοσμο πολεμιστών του 570- 560 π.Χ., του οποίου η πώληση αναμενόταν να φτάσει τα 15.000 με 20.000 δολάρια. Κάλυμμα αγγείου με απεικονίσεις Σφιγγών του 570-550 εκτιμώμενης αξίας από 8.000 έως 12.000 δολάρια. Ύδρα ή δοχείου νερού με τον Διόνυσο, του 520-53 π.Χ. εκτιμώμενης αξίας 7.000 έως 9.000 δολάρια.
Όλες οι ανωτέρω αρχαιότητες έχουν εξαφανιστεί από την ηλεκτρονική ιστοσελίδα του οίκου, μετά την αμφισβήτηση και τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν. Οι Christie’s, ως αθώες περιστερές, απάντησαν στο δημοσίευμα του Guardian ότι ο οίκος “δημοσιεύει τους καταλόγους πολύ πριν τις δημοπρασίες και προσκαλεί το κοινό να τους εξετάσει”. Η αλήθεια είναι ότι οι πωλήσεις θα είχαν προχωρήσει κανονικά χωρίς το δημοσίευμα με τις αποκαλύψεις του Δρα Τσιρογιάννη ότι τα υπό πώληση αγγεία ήταν προϊόντα συναλλαγής με τον αρχαιοκάπηλο, το οποίο ανάγκασε τον οίκο να αναδιπλωθεί αμέσως. Παραμένει ωστόσο διαχρονικά σκανδαλώδες ότι στην πραγματικότητα κανένας κρατικός φορέας ανά τον κόσμο δεν ελέγχει τους συλλέκτες, τους οίκους δημοπρασιών και τα μουσεία για τα αποκτήματά τους.
Η παράλειψη του ΥΠΠΟ να εμποδίσει τη δημοπρασία λεηλατημένων αρχαιοτήτων από τη συλλογή Ζίμερμαν μας φέρνει στο νου την περίπτωση του “φιλέλληνα” συλλέκτη κυκλαδικής τέχνης Λέοναρντ Στερν και τη συμφωνία που υπογράψαμε ουσιαστικά “νομιμοποιώντας” την αμφισβητούμενη συλλογή του, με το αιτιολογικό ότι κάποτε θα τη φέρουμε στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, και για τα πενήντα επόμενα χρόνια (25+25), ο κ. Στερν και οι κληρονόμοι του θα μπορούν να την απολαμβάνουν νόμιμα δίπλα στο σπίτι τους, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.